Ο Βαγγέλης Κολιού Σακκάς από το Αστροχώρι Άρτας, ήταν ωραίος άνδρας, με όμορφα γαλανά μάτια, με λεβέντικη κορμοστασιά και τον έκανε ακόμα ωραιότερο η μαύρη περιποιημένη γενειάδα του.
Ήταν κλάσεως 1906 (έτος γεννήσεως 1885) και στο στρατό ήταν σκοπευτής στο πεδινό πυροβολικό.
Ο χειμώνας του 1912-1913, που ο στρατός μας πολεμούσε με τους Τούρκους στο Μπιζάνι για την κατάληψη των Ιωαννίνων, ήταν πολύ βαρύς. Οι στρατιώτες μας, εκτός από τα χιόνια, τις βροχές, το φοβερό κρύο, τα κρυοπαγήματα, τις οβίδες και τις σφαίρες των Τούρκων, είχαν να αντιμετωπίσουν και έναν άλλο εχθρό τις ψείρες.
Η συνεχής φαγούρα από τα ενοχλητικά αυτά ζωύφια τους ταλαιπωρούσε πολύ. Μέρα και νύχτα ξύνονταν.
Η διαταγή για την καταπολέμηση της ψείρας ήταν πολύ αυστηρή. Έπρεπε οι στρατιώτες να είναι σύρριζα κουρεμένοι και να ξυρίζονται κάθε ημέρα ή τουλάχιστον ημέρα παρ' ημέρα.
Μόνον το μουστάκι του μπορούσε να διατηρήσει όποιος, βέβαια, ήθελε.
Μόλις άκουσε τη διαταγή ο Βαγγέλης, στενοχωρέθηκε πολύ. Πάνε τα γένεια μου, είπε από μέσα του...
Ένα και δυο παρουσιάστηκε στο Λοχαγό του και τον παρακάλεσε να μην ξυρίσει τη γενειάδα του.
Ο Λοχαγός απέρριψε το αίτημα του, λέγοντας:
— Άκουσε, παιδί μου, πάνω απ' όλα προέχει η υγεία μας. Όταν τελειώσει ο πόλεμος και πας στο σπίτι σου, τότε θα έχεις όλον τον καιρό μπροστά σου να χαίρεσαι τη γενειάδα σου. Τώρα θα ξυρίζεσαι. Είναι διαταγή.
Αλλά και στην αναφορά του Τάγματος που βγήκε, για να μην ξυρίσει την γενειάδα του και εκεί ο Ταγματάρχης απέρριψε το αίτημα του, λέγοντας του τα ίδια περίπου, που του είχε πει και ο Λοχαγός.
Δεν το έβαλε όμως κάτω. Βγήκε και στην αναφορά του Συντάγματος.
Στο Διοικητή του Συντάγματος που παρουσιάστηκε, ανέφερε δυνατά:
— Πυροβολητής Σακκάς Ευάγγελος του Κολιού, εξ Αστροχωρίου Παρακαλώ κύριε Διοικητά, να επιτρέψετε να διατηρώ τη γενειάδα μου παρά τη διαταγή σας.
Ο Διοικητής τον κοίταξε καλά από το πηλήκιο ίσαμε κάτω στα πόδια, ενώ ταυτόχρονα ο Λοχαγός του ανέφερε ότι είναι πειθαρχικός και υπάκουος στρατιώτης, υπηρετεί στο πεδινό πυροβολικό και ότι είναι άριστος σκοπευτής.
Ο Διοικητής τον κοίταξε καλά για άλλη μια φορά, καμάρωσε τη λεβεντιά του και διέταξε:
— Ο πυροβολητής Σακκάς Ευάγγελος, κατ' εξαίρεση θα διατηρεί τη γενειάδα του και του λοιπού θα του χορηγείται διπλή μερίδα σαπούνι.
Την ημέρα αυτή ο Βαγγέλης δοκίμασε μια από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής του που γλύτωσε την όμορφη γενειάδα του.
Ου να χαθείς παλιόπαιδο...
Το απόγευμα της 28ης Ιανουαρίου 1913 η χιονόπτωση σταμάτησε. Τη νύχτα ο ουρανός ξαστέρωσε και από το πολύ κρύο το χιόνι πάγωσε έγινε «γυαλί». Η 29η Ιανουαρίου που ξημέρωσε ήταν καλούτσικη ημέρα.
Επί τέλους βγήκε και ο ήλιος που είχε πάνω από δέκα ημέρες να φανεί. Ήταν όμως ήλιος με «δόντια» που λέει και ο λόγος. Αλλά και εκείνο το αεράκι που φυσούσε ήταν πολύ ψυχρό' «θέριζε» ώς το κόκαλο.
Άλλοι από τους άνδρες των πυροβολαρχιών ήταν ξαπλωμένοι στις σκηνές τους βυθισμένοι στις σκέψεις τους, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι έγραφαν γράμματα στους αγαπημένους τους, άλλοι ξυρίζονταν και οι πιο πολλοί κάθονταν στη λιακάδα και ψειρίζονταν.
Ο Βαγγέλης Σακκάς, γυμνός από τη μέση και επάνω καθόταν επάνω σε μια στοίβα χιονιού και ψείριζε τη φανέλα του.
Ξαφνικά τον πλησίασε ένας φαντάρος με το γιακά της χλαίνης του σηκωμένον και το πηλήκιο του κατεβασμένο ώς τα αυτιά, μόλις που διακρινόταν το μουστάκι του, ενώ το πρόσωπο του δεν φαινόταν.
— Γεια σου συνάδελφε, του είπε.
— Γεια σου συνάδελφε.
— Τι φτιάχνεις αυτού;
— Να, δεν βλέπεις; Σκοτώνω ψείρες.
— Συνάδελφε, ετούτος ο πόλεμος δεν θα τελειώσει ποτέ. Το Μπιζάνι δεν πρόκειται να πέσει. Είμαστε πεντέξι άνδρες, έλα και εσύ μαζί μας να λιποτακτήσουμε. Να πάμε ο καθένας στο σπίτι του, στη γυναίκα του όποιος είναι παντρεμένος, στα παιδιά του, στη μάνα του...
— Ου να χαθείς παλιόπαιδο! Ου να χαθείς να μην σε βλέπω. Εδώ πολεμάει ο Διάδοχος ο Κωνσταντίνος μπροστά και συ μου λες να λιποτακτήσουμε! Φύγε μωρέ από δω... (απάντησε νευριασμένα ο Βαγγέλης).
— Συνάδελφε, άφησε τα αυτά και έλα να φύγουμε, να γλυτώσουμε...
— Φύγε ωρέ από μπροστά μου! θα τραβήξω την ξιφολόγχη να σε ξεκοιλιάσω παλιόπαιδο! (χούφτωσε την ξιφολόγχη του και σηκώθηκε επάνω με απειλητικές διαθέσεις).
Ο φαντάρος απομακρύνθηκε, ενώ ο Βαγγέλης συνέχισε το «έργο» του νευριασμένος.
Ύστερα από είκοσι περίπου λεπτά της ώρας κατέφθασε ένας Ανθυπολοχαγός και του φώναξε:
— Εσύ με τη γενειάδα έλα γρήγορα στη σκηνή του Διοικητή, σε ζητούν.
— Τι με θέλουν στη σκηνή του Διοικητή;
— Δεν ξέρω. Έλα γρήγορα, εκεί θα μάθεις.
— Ε, καλά, να ντυθώ πρώτα και θα έρθω.
— Όχι, όχι, έλα όπως είσαι, έλα τώρα αμέσως.
Ο Ανθυπολοχαγός μπροστά και ο Βαγγέλης από πίσω γυμνός από τη μέση και επάνω και τη φανέλα ριγμένη στον ώμο έφτασαν στη σκηνή του Διοικητή.
Ο «φαντάρος» που του έλεγε να λιποτακτήσουν καθόταν σε μια καρέκλα και γύρω του οι αξιωματικοί στέκονταν όλοι όρθιοι. Αυτή τη φορά η χλαίνη του ήταν ξεκούμπωτη και φαίνονταν στο στήθος του μερικά από τα παράσημα του. Ήταν ο Διάδοχος-Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος.
— Δεν μου λες, παιδί μου, εσύ προηγουμένως διαβολόστειλες ένα φαντάρο που σου έλεγε να λιποτακτήσετε και μάλιστα τον απείλησες ότι θα τον ξεκοίλιαζες με την ξιφολόγχη σου;
— Να με συμπαθάς Υψηλότατε δεν σε γνώρισα. Δεν ήξερα πώς ήταν η αφεντιά σου. Νόμισα πώς ήταν κάνα παλιόπαιδο που ήθελε να λιποτακτήσουμε. Συμπαθάμε αν θέλεις, απάντησε ο Βαγγέλης
— Εύγε, παιδί μου, είσαι άξιος επαίνου.
Και απευθυνόμενος στο Διοικητή του Βαγγέλη, διέταξε:
— Στον άνδρα αυτόν θα χορηγήσετε αμέσως δεκαπέντε (15) ημέρες τιμητική άδεια να πάει στο σπίτι του.
— Δεν πειράζει Υψηλότατε, όταν τελειώσει ο πόλεμος τότε θα πάω στο σπίτι μου, απάντησε εκείνος.
— Όχι, παιδί μου, θα πας και τώρα. Πήγαινε στο καλό σου.
— Ευχαριστώ Υψηλότατε.
Και ενώ ο Βαγγέλης απομακρυνόταν, ο Διάδοχος-Αρχιστράτηγος, είπε στους αξιωματικούς:
— Κύριοι, με άνδρες που έχουν τέτοιο υψηλό ηθικό και τα Ιωάννινα θα καταλάβομε και την Πατρίδα μας θα υπερδιπλασιάσομε. Να είσθε βέβαιοι γι' αυτό.
Όλα αυτά τα διηγούνταν οι Αστροχωρίτες που συνυπηρετούσαν τότε με το Βαγγέλη Σακκά στο πεδινό πυροβολικό και συγκεκριμένα οι: Πέτσας Αλέξιος του Νικολάου ελάτης πυροβολικού, Σακκάς Αντώνιος του Κολιού γεμιστής, Σταμούλης Λάμπρος του Δημητρίου σκοπευτής και Ψώρρος Ηλίας του Γεωργίου σκοπευτής του πυροβολικού.
Ήταν Ιούνιος μήνας του 1957. Ο σεβάσμιος μπάρμπα-Βαγγέλης, με την άσπρη περιποιημένη γενειάδα του, βοσκούσε τα προβατάκια του στη θέση Φακιστρούλες του Αστροχωρίου και το μεσημέρι τα «στάλιζε» στο Βρυσικό κάτω από τα υπεραιωνόβια πλατάνια κοντά στα κρύα τα νερά.
Εγώ υπηρετούσα ως Δάσκαλος τότε στο Αστροχώρι και κάπου-κάπου πήγαινα το μεσημέρι και λέγαμε κουβεντούλες. Του έδινα τσιγάρο (κάπνιζα τότε), μου έδινε και αυτός από τα δικά του και πάνω στη συζήτηση μου διηγούνταν για τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 και για τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν μια ζωντανή ιστορία.
Ένα μεσημέρι του θύμισα το περιστατικό με το «φαντάρο» Κωνσταντίνο. Χαμογέλασε, άλλαξε τη συζήτηση... και συνέχισε:
— Ο Κωνσταντίνος για να διαπιστώσει αν το ηθικό του στρατού ήταν πεσμένο ή ανεβασμένο περπατούσε μέσα στο στρατόπεδο σαν απλός φαντάρος. Εγώ δεν τον γνώρισα, γιατί στις 10 Γενάρη του 1913 ήρθε στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου έβαλε τα σχέδια και πήραμε τα Γιάννινα...
Ύστερα από αυτά ο σεβάσμιος μπάρμπα-Βαγγέλης σώπασε. Στη γαλήνια μορφή του πλανιόταν η ιλαρότητα και ένα χαμόγελο ευτυχίας, καθώς αναπολούσε τα περασμένα...
Από το βιβλίο του Αντωνίου Νικολ. Αθανασάκη «ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1897 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1940-41 KAI Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΣΤΡΟΧΩΡΙΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ 1897, 1912-13,1919-1922, 1940-41»
Δείτε σχετικές αναρτήσεις εδώ:
Ο Συγγραφέας - http://astrohori.blogspot.com/2011/08/blog-post_21.html
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου