Η επανάσταση του 1821, βρίσκει την περιοχή της Άρτας στην πρωτοπορία του αγώνα. Ραδοβυζινοί, Τζουμερκιώτες και αρκετοί κάτοικοι της πόλης, παίρνουν τα όπλα και σηκώνουν το λάβαρο της ελευθερίας. Επίσημη έναρξη στις 15 Μάη από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Βουργαρέλι.
Μπακόλας, Κουτελιδαίοι, Καραϊσκάκης, Κοσσυβάκηδες, Τσαρακλής, Σπαήδες, Οικονομαίοι, Μοστραίοι, Γαρουφαλιάς, Μακρυγιάννης και άλλοι ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκροτούν ένοπλα σώματα και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης. Στα πρώτα της βήματα με τις μάχες του Μακρυνόρους, του Πέτα, της Πλάκας, του Σταυρού Θεοδωριάνων εμποδίζουν την είσοδο των Τούρκων στη Δύτική Ελλάδα και η επανάσταση εδραιώνεται.
Η προσφορά και οι θυσίες των Αρτινών, δεν στάθηκαν ικανές να εντάξουν την περιοχή στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Τα σύνορα τοποθετούνται στον Άννινο ποταμό-χείμαρρο, ανατολικά του Κομποτίου και στον Αχελώο. Ασίγαστοι οι Ραδοβυζινοί και Τζουμερκιώτες συνεχίζουν τους αγώνες για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού, που γίνεται βαρύτερος με λεηλασίες και βαριές φορολογίες. Επαναστατούν το 1854, το 1866, το 1878. Η αποτυχία τους οφείλεται στις παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και στην αδυναμία ουσιαστικής βοήθειας από το αδύναμο Ελληνικό κράτος.
Το σύμφωνο του Βερολίνου
Το 1877 γίνεται Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 3 Μαρτίου 1878. Η συνθήκη προβλέπει ανεξαρτησία της Βουλγαρίας και έξοδό της στο Αιγαίο. Οι Άγγλοι, σύμμαχοι τότε της Τουρκίας, διαφωνούν και ζητούν να συζητηθεί εκ νέου η συνθήκη.
Εκβιάζουν την Τουρκία και τις παραμονές του συνεδρίου τους παραχωρούν την Κύπρο, 4 Ιουνίου 1878. Έτσι τα Ελληνικά αιτήματα για παραχώρηση Ηπείρου ,Θεσσαλίας και Κρήτης βρίσκουν αρνητική στάση, παρά την υπόσχεση στήριξης για τη μη έξοδο της Ελλάδας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο.
Στις 13 Ιουνίου συνέρχεται το συνέδριο των έξι μεγάλων δυνάμεων και της Τουρκίας στο Βερολίνο. Στις 5 Ιουλίου στο 13ο πρωτόκολλο, οι σύνεδροι δέχονται την παραχώρηση της Θεσσαλίας μέχρι Πηνειού και της Ηπείρου μέχρι Καλαμά. Ανάλογη απόφαση κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του τελικού κειμένου της συνθήκης στις 13 Ιουλίου 1878. Η ολοκλήρωση θα γίνονταν με απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η Τουρκία αποφεύγει τις συζητήσεις. Τελικά γίνεται μια πρώτη συνάντηση στην Πρέβεζα, στις 6 Φεβρουαρίου 1879. Η Τουρκία δίνει πολύ μικρές παραχωρήσεις και η Ελλάδα ζητά τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Γίνεται νέα συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη Αυγούστου 1879. Στην Αγγλία αλλάζει κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1880. Η νέα ηγεσία υποχρεώνει την Τουρκία να δεχθεί ορισμό τεχνικής επιτροπής για να εκδώσει οριστική απόφαση.
Αυτή συνέρχεται στα μέσα Ιουνίου 1880 και αποφασίζει υπέρ της οροθετικής γραμμής του πρώτου πρωτοκόλλου. Ο Σουλτάνος ζητά να μετάσχει ο ίδιος νέας διάσκεψης και ο Τρικούπης σπεύδει να διατάξει επιστράτευση στις 24 Ιουλίου του 1880. Ο Τρικούπης ηττάται στη βουλή και παραιτείται.
Στο τέλος Φεβρουαρίου του1881 με πρωτοβουλία του Γλάδστωνα και μετά του Βίσμαρκ, γίνονται νέες διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου δέχεται στην τελική συμφωνία στις 24 Μαϊου 1881, την παραχώρηση της Άρτας ως τον Άραχθο και της Θεσσαλίας εκτός της περιοχής Ελασσώνας.
Οι Τούρκοι και μετά τη συμφωνία αντιδρούν. Προωθούν μονάδες στο Πέτα και τον Άννινο, για να εμποδίσουν την κατάληψη της Άρτας. Επεμβαίνουν οι πρεσβευτές των Μ. Δυνάμεων και ο διοικητής της επαρχίας Χατζή Εμίν Πασάς, αρχίζει τις διαδικασίες εκκένωσης της περιοχής. Ο δρόμος για την απελευθέρωση της Άρτας άνοιξε. Αλβανοί στρατιώτες δεν πειθαρχούν και λεηλατούν χωριά των Ραδοβυζίων.
Στην Άρτα έξω από το κάστρο σφάζουν ιερέα της πόλης και ετοιμάζουν λεηλασίες και πυρπολήσεις πριν την αναχώρηση. Υπό την επίβλεψη όμως του Χατζή Εμίν Πασά τα έκτροπα αποφεύγονται και η αποχώρηση στρατού και πολιτών γίνεται ομαλά. Ο πληθυσμός της Άρτας ήταν 8 χιλιάδες περίπου, 6 χιλιάδες χριστιανοί και δυο χιλιάδες μουσουλμάνοι και ισραηλίτες.
Στις 20 Ιουνίου οι κάτοικοι υποδέχονται με ενθουσιασμό στη γέφυρα, επιτροπή οροθέτησης και επίβλεψης της παράδοσης της πόλης, από εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων, Ελλήνων και Τούρκων. Ο στρατηγός Σαπουτζάκης παραμένει στην πόλη ενώ ο Σκαρλάτος Σούτσος επιστρέφει στον Άννινο για να ετοιμάσει την είσοδο του στρατού. Την παραμονή 23 Ιουνίου, καταλαμβάνεται το Δημαριό.
24 Ιουνίου 1881
Η πολυπόθητη μέρα έφθασε. Η Άρτα ερημώνεται. Όλοι εξέρχονται για την υποδοχή του στρατού προς την είσοδο της πόλης και σε μήκος αρκετών χιλιομέτρων. Η επίσημη υποδοχή γίνεται στο ύψος των Αγίων Θεοδώρων με το στήσιμο αψίδας. Εκεί συγκεντρώνεται το μεγάλο πλήθος υπό το δήμαρχο Αντωνόπουλο, το μητροπολίτη Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλο και όλο τον κλήρο. Στις 2.30΄ το μεσημέρι εισέρχεται το πρώτο τμήμα στρατού για την παραλαβή του φρουρίου και άλλων δημόσιων κτηρίων.
Στις 4μ.μ. εισέρχεται ο στρατηγός Σκαρλάτος Σούτσος με μια από τις δυο μπάντες μουσικών που τον ακολουθούν. Παραζάλη ενθουσιασμού. Ζητωκραυγές, κλάματα, εναγκαλισμοί. Ο μητροπολίτης Σεραφείμ λέει στο στρατηγό: «Ευφράνθητε ουρανοί, Σαλπίσατε τα θεμέλια της γης, βοήσατε τα όρη ευφροσύνην». Ο στρατηγός απαντά: «Σεβασμιώτατε εν ονόματι της Α, Μ. του βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄ καταλαμβάνω την Άρταν».
Ακολουθεί προσφώνηση του δημάρχου Αντωνόπουλου. «Τα δεσμά της δουλείας εθραύσθησαν. Η Άρτα, πόλις ιστορική, ρίπτεται ελευθέρα εις τας αγκάλας της μητρός, εν Ηπείρω ο κατακτητής συνεσπειρώθει πλέον», έγραφε η εφημερίδα Θεσσαλική την προηγούμενη μέρα.
Το γεγονός της ένωσης της Άρτας γιορτάζεται και στην Αθήνα με φωταγωγήσεις και παρελάσεις γιατί η προσάρτηση της Θεσσαλίας θα γίνει 40 μέρες αργότερα. Στις 28 Ιουνίου γίνεται μεγάλη δοξολογία εντός του φρουρίου για επισφράγιση της ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα.
Μονάδες στρατού στάλθηκαν σε διάφορα χωριά και από εκεί ομάδες δυο- τριών στρατιωτών ή χωροφυλάκων, μετέβαιναν σ’ όλα τα χωριά για συμβολική κατάληψη. Στις 30 Ιουνίου ήλθαν μετά μουσικής από την Κέρκυρα 100 νέοι επί το πλείστον, παιάνιζαν και ζητωκραύγαζαν στους δρόμους όλη την ημέρα, για να γιορτάσουν μαζί με τους Αρτινούς το σημαντικό γεγονός. Στις 16 Αυγούστου ορκίστηκαν οι κάτοικοι της Άρτας τον όρκο του Έλληνα πολίτη. Στο τέλος του Αυγούστου γίνεται απογράφη των κατοίκων της πόλης και βρέθηκαν 4.328 Χριστιανοί, 617 Ισραηλίτες και 45 Οθωμανοί.
Μετά την απελευθέρωση
Η εθνική απελευθέρωση ολοκληρώνεται. Δυστυχώς όμως η κοινωνική για τους περισσότερους κατοίκους της περιοχής παραμένει. Όταν σταμάτησαν οι πανηγυρισμοί, κατάλαβαν ότι παραμένουν κολλήγοι των Τούρκων ή των Ελλήνων τσιφλικάδων, που αγόρασαν τα τσιφλίκια. Η συμφωνία προέβλεπε τη διατήρηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, γιατί δήθεν η ένωση δεν έγινε μετά από επανάσταση.
Άρθρο 4ο: «Το της ιδιοκτησίας δικαίωμα επί των αγροκτημάτων, των βοσκών, νομών (κισλάκ), δασών και των παντίων γαιών ή άλλων ακινήτων κατεχομένων υπό ιδιωτών και κοινοτήτων δυνάμει φιρμανίων, χουτσετίων, ταπίων και άλλων τίτλων ή και κατά του Οθωμανικού νόμου, θέλει αναγνωρισθεί υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως…». Έτσι για χρόνια παραμένουν υπό χειρότερο καθεστώς, γιατί αναγκάζονται να δίνουν το 30% της σοδιάς και να πληρώνουν συγχρόνως για χρόνια την εξαγορά της γης τους, για την οποία τόσο αίμα έχυσαν.
Τα περισσότερα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Φ. Καρατζένη «Η εκατονταετηρίς της Άρτας 1881-1981», το οποίο περιέχει πολλές λεπτομέρειες. Οι εφημερίδες της εποχής περιέχουν αρκετές αναφορές και ποιήματα. Παραθέτουμε αποσπάσματα από δυο ποιήματα του Σουρή και τον ύμνο στην απελευθέρωση που απήγγειλε ο Σεραφείμ Ξενόπουλος.
ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΙΟ
Ημέρωσε ο Τούρκος, τα’ ανήμερο θεριό
κι εγώ χαρά γεμάτος φωνάζω «Ε Μαριώ,
καιρός να τραγουδούμε…
Εμπήκαν οι στρατοί μας μέσα στο Δημαριό…
Κέρνα κρασί να πιούμε».
ΑΧ ΤΙ ΚΡΙΜΑ
Πόσο τώρα μετανοιώνω που δεν είμαι στρατιώτης!
Αχ! Αν ήμουν και πάλι φανταράκι ζηλευτό,
θε να πήγαινα στην Άρτα παλληκάρι κι εγώ πρώτης
δίχως ναύλο να πληρώσω ούτε κάλπικο λεφτό.
Αχ τι κρίμα να μην είμαι φανταράκι σαν και πρώτα,
να περνώ ζωή και κότα!
ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Λαοί Άρτας θιασώται της σεμνής ελευθερίας
παρά πατρικής τω όντι Κυβερνήσεως αισίας.
Προσδοκώντες αδιστάκτως αυτής τας λαμπράς ημέρας
τας δια την ευνομίαν αληθώς ευτυχεστέρας.
Υπάρχουν δημοσιευμένα ολόκληρα στην εφημερίδα «Η ΠΡΩΙΝΗ» της 14ης Ιουλίου 2006, από τον Κων/νο Τσακτσίρα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου